μειρακίσκος

μειρακίσκος
μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ]
παλικαράκι, νεαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μειρακίσκος — lad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκε — μειρακίσκος lad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοι — μειρακίσκος lad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοις — μειρακίσκος lad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκον — μειρακίσκος lad masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκου — μειρακίσκος lad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκους — μειρακίσκος lad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκων — μειρακίσκος lad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκῳ — μειρακίσκος lad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκιον — μειρακίσκιον, τὸ (Α) [μειρακίσκος] υποκορ. τού μειρακίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”